αποδιατριβω

αποδιατριβω
    ἀποδιατρίβω
    ἀπο-διατρίβω
    полностью расточать, терять без пользы
    

(τὸν χρόνον Aeschin.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αποδιατριβω" в других словарях:

  • αποδιατρίβω — ἀποδιατρίβω (Α) 1. ξοδεύω άσκοπα τον καιρό μου 2. κατακρατώ, περιορίζω κάποιον 3. αποφεύγω …   Dictionary of Greek

  • ἀποδιέτριβεν — ἀποδιατρίβω waste time aor ind pass 3rd pl (epic) ἀποδιέτρῑβεν , ἀποδιατρίβω waste time imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδιατρῖψαι — ἀποδιατρίβω waste time aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδιατρίψουσιν — ἀποδιατρί̱ψουσιν , ἀποδιατρίβω waste time aor subj act 3rd pl (epic) ἀποδιατρί̱ψουσιν , ἀποδιατρίβω waste time fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀποδιατρί̱ψουσιν , ἀποδιατρίβω waste time fut ind act 3rd pl (attic epic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδιατρίψεις — ἀποδιατρί̱ψεις , ἀποδιατρίβω waste time aor subj act 2nd sg (epic) ἀποδιατρί̱ψεις , ἀποδιατρίβω waste time fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίβω — ΝΜΑ 1. σύρω επανειλημμένως ένα σώμα πάνω σε άλλο συμπιέζοντάς το στο σημείο επαφής τους ή ξύνω κάτι μετακινώντας με πίεση άλλο σώμα πάνω σε αυτό (α. «τρίψε καλά τα μάρμαρα» β. «τρίβω το ξύλο με το γυαλόχαρτο» γ. «τρίβω τα μαχαιροπήρουνα» δ. «τὸν… …   Dictionary of Greek

  • ἀποδιατρίβειν — ἀποδιατρί̱βειν , ἀποδιατρίβω waste time pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδιατρίβεσθαι — ἀποδιατρί̱βεσθαι , ἀποδιατρίβω waste time pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδιατρίβοντες — ἀποδιατρί̱βοντες , ἀποδιατρίβω waste time pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδιατρίβων — ἀποδιατρί̱βων , ἀποδιατρίβω waste time pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδιατρίβωσι — ἀποδιατρί̱βωσι , ἀποδιατρίβω waste time pres subj act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»